BISOLVON: Παρενέργειες | Ενδείξεις | Πληροφορίες

Πλήρης Οδηγός για τη Βρωμεξίνη Υδροχλωρική – Θεραπευτικές Χρήσεις και Κλινικές Εφαρμογές

Το BISOLVON διατίθεται σε δισκία, διαλυτά δισκία και σιρόπι για όλες τις ηλικίες
Το BISOLVON αποτελεί κλασικό βλεννολυτικό φάρμακο με δεκαετίες παρουσίας στην ελληνική αγορά για την αντιμετώπιση αναπνευστικών προβλημάτων

Πίνακας Περιεχομένων

Τι είναι το BISOLVON;

Η βρωμεξίνη υδροχλωρική αποτελέσει ένα φαρμακευτικό μόριο που ανήκει στην κατηγορία των βλεννορυθμιστών και διατίθεται με πολλές εμπορικές ονομασίες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένου του BISOLVON. Το φάρμακο αυτό κυκλοφορεί σε χώρες όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Βραζιλία, το Μεξικό, η Νέα Ζηλανδία και πολλές άλλες περιοχές του κόσμου. Χρησιμοποιείται κυρίως στη θεραπεία αναπνευστικών παθήσεων που συνοδεύονται από παραγωγή πυκνής βλέννας και δυσκολία στην αποβολή των βρογχικών εκκρίσεων.

Η βρωμεξίνη εντάσσεται στην ανατομική-θεραπευτική-χημική ταξινόμηση (ATC) με τον κωδικό R05CB02, υπαγόμενη στα βλεννολυτικά φάρμακα του αναπνευστικού συστήματος. Η χημική της δομή παρουσιάζει ομοιότητες με άλλα μυκολυτικά μόρια, ενώ ο μηχανισμός δράσης της βασίζεται στην ικανότητα αύξησης της αναλογίας των ορωδών βρογχικών εκκρίσεων. Προκλινικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η φαρμακευτική αυτή ουσία μειώνει σημαντικά το ιξώδες της βλέννας, διευκολύνοντας έτσι τη μεταφορά της. Παράλληλα, ενεργοποιεί το κροσσωτό επιθήλιο των αεραγωγών, προάγοντας τη λεγόμενη βλεννοκροσσωτή κάθαρση. Αυτή η διπλή δράση καθιστά τη βρωμεξίνη (BISOLVON και άλλες εμπορικές μορφές) χρήσιμη σε καταστάσεις όπως η χρόνια βρογχίτιδα, το άσθμα με υπερπαραγωγή βλέννας και άλλες παθήσεις που επιβαρύνουν την αναπνευστική λειτουργία. Σύγχρονες φασματοφωτομετρικές μέθοδοι έχουν συμβάλει στην ακριβή ποσοτικοποίηση της ουσίας σε φαρμακευτικά σκευάσματα (Noori και συνεργάτες).

Ενδείξεις για το BISOLVON

Η χορήγηση βρωμεξίνης ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου:

  • Οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού με παραγωγή πυώδους ή βλεννώδους πτυέλου
  • Χρόνια βρογχίτιδα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) με επεισόδια επιδείνωσης
  • Βρογχικό άσθμα όταν συνυπάρχει έντονη παραγωγή εκκρίσεων
  • Βρογχεκτασίες με δυσκολία στην απομάκρυνση πηκτών εκκρίσεων
  • Προετοιμασία ασθενών πριν από βρογχοσκοπικές εξετάσεις για βελτίωση της ορατότητας

Πρόσφατες μελέτες προφύλαξης έχουν διερευνήσει τη χρήση της βρωμεξίνης σε πλαίσια πέραν των κλασικών αναπνευστικών ενδείξεων (Mikhaylov και συνεργάτες).

Προφυλάξεις

Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με:

  • Ιστορικό γαστρικού ή δωδεκαδακτυλικού έλκους
  • Νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια (μπορεί να χρειαστεί προσαρμογή δόσης)
  • Αλλεργικές αντιδράσεις σε προηγούμενη έκθεση σε βλεννολυτικά

Ειδικές προειδοποιήσεις για ηλικιωμένους, παιδιά και εγκύους για το BISOLVON

Στους ηλικιωμένους, η φαρμακοκινητική της βρωμεξίνης μπορεί να μεταβληθεί λόγω μειωμένης νεφρικής λειτουργίας. Στα παιδιά, η χορήγηση γίνεται με προσαρμοσμένες δόσεις ανάλογα με την ηλικία και το σωματικό βάρος, ενώ η παιδιατρική ανασκόπηση των φαρμακευτικών ιδιοτήτων της βρωμεξίνης υπογραμμίζει τη σημασία της επαναξιολόγησης σε νεότερες ηλικιακές ομάδες. Στην εγκυμοσύνη, η χρήση περιορίζεται στις περιπτώσεις που το όφελος υπερβαίνει τον κίνδυνο, ενώ κατά τη γαλουχία συνιστάται προσοχή.

Παρενέργειες

Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν:

  • Γαστρεντερικές διαταραχές: ναυτία, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος
  • Δερματολογικές αντιδράσεις: εξάνθημα, κνησμός (σπάνια)
  • Αλλεργικές εκδηλώσεις: αγγειοοίδημα, αναφυλακτικές αντιδράσεις (εξαιρετικά σπάνιες)
  • Κεφαλαλγία και ζάλη σε ορισμένες περιπτώσεις

Δοσολογία και χορήγηση

Η συνήθης δόση για ενήλικες είναι 8 mg τρεις φορές ημερησίως (δισκία ή διαλυτά δισκία), ενώ το σιρόπι χορηγείται συνήθως σε δόση 8 mg/5 mL. Για παιδιά, η δόση υπολογίζεται βάσει σωματικού βάρους. Το φάρμακο λαμβάνεται μετά τα γεύματα για μείωση πιθανών γαστρικών ενοχλημάτων.

Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση BISOLVON;

Εάν παραλειφθεί δόση, πρέπει να χορηγηθεί μόλις γίνει αντιληπτή η παράλειψη. Δεν πρέπει όμως να διπλασιαστεί η επόμενη δόση για αντιστάθμιση.

Υπερδοσολογία

Η υπερδοσολογία μπορεί να οδηγήσει σε έντονες γαστρεντερικές διαταραχές, ναυτία και έμετο. Η θεραπεία είναι υποστηρικτική και περιλαμβάνει γαστρική πλύση εφόσον η λήψη έγινε πρόσφατα, καθώς και ενυδάτωση.

Αλληλεπιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου

  • Αντιβιοτικά: Η βρωμεξίνη μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση ορισμένων αντιβιοτικών στις βρογχικές εκκρίσεις
  • Αντιβηχικά: Η συγχορήγηση με καταστολείς βήχα αποφεύγεται, καθώς εμποδίζεται η απομάκρυνση της βλέννας
  • Πράσινες μέθοδοι προσδιορισμού έχουν αναδείξει πιθανές αλληλεπιδράσεις σε συνδυασμένα σκευάσματα

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής

Δεν έχουν αναφερθεί κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τροφές. Συνιστάται όμως η λήψη με άφθονα υγρά για ενίσχυση της υδάτωσης και της ρευστοποίησης της βλέννας.

Φύλαξη φαρμάκου

  • Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου (κάτω από 25°C)
  • Μακριά από υγρασία και άμεση ηλιακή ακτινοβολία
  • Εκτός οπτικού πεδίου και εμβέλειας παιδιών
  • Το σιρόπι πρέπει να καταναλωθεί εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μετά το άνοιγμα της φιάλης

Ανάλυση Δραστικής Ουσίας

Η χημική ταυτότητα της βρωμεξίνης υδροχλωρικής καθορίζεται από τον μοριακό τύπο C₁₄H₂₀Br₂N₂·HCl, με μοριακό βάρος 412,6 g/mol. Το μόριο αυτό αποτελεί παράγωγο της βαζικίνης, μιας αλκαλοειδούς ουσίας που απομονώθηκε από το φυτό Adhatoda vasica. Η δομή της περιλαμβάνει έναν κινολινικό πυρήνα με δύο άτομα βρωμίου στις θέσεις 2 και 6, γεγονός που της προσδίδει τις ιδιαίτερες φαρμακολογικές ιδιότητες. Η ύπαρξη της αμινομεθυλικής ομάδας στη θέση 9 συμβάλλει στη διαλυτότητα του φαρμάκου σε υδατικά διαλύματα όταν βρίσκεται υπό τη μορφή υδροχλωρικού άλατος. Η απορρόφηση της βρωμεξίνης από τον γαστρεντερικό σωλήνα ολοκληρώνεται ταχέως, με βιοδιαθεσιμότητα που κυμαίνεται μεταξύ 20% και 30% λόγω εκτεταμένου φαινομένου πρώτης διόδου στο ήπαρ. Η μέγιστη πλασματική συγκέντρωση επιτυγχάνεται εντός 60 λεπτών από τη χορήγηση, ενώ ο χρόνος ημίσειας ζωής κυμαίνεται από 6 έως 12 ώρες.

Το μεταβολισμός της ουσίας λαμβάνει χώρα κυρίως στο ήπαρ μέσω αποβρωμίωσης και οξείδωσης, παράγοντας μεταβολίτες όπως η αμβροξόλη, η οποία εμφανίζει και αυτή βλεννολυτική δράση. Η απέκκριση πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μέσω των νεφρών, με μικρό ποσοστό να αποβάλλεται δια της χολής. Σύγχρονες in silico τεχνικές έχουν διευκρινίσει τις αλληλεπιδράσεις του μορίου με ενζυμικά συστήματα (Gholami και συνεργάτες).

Αποτελεσματικότητα

Η κλινική αποτελεσματικότητα της βρωμεξίνης έχει τεκμηριωθεί σε ποικίλες αναπνευστικές παθήσεις. Σε ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα, παρατηρείται σημαντική μείωση του πάχους της βλέννας και βελτίωση της ευκολίας αποβολής πτυέλων εντός 2-5 ημερών θεραπείας. Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από τη συνέπεια της χορήγησης και την επαρκή ενυδάτωση του ασθενούς. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η βρωμεξίνη αυξάνει την έκκριση επιφανειοδραστικής ουσίας από τους πνευμονικούς κυψελιδικούς τύπου II, γεγονός που βελτιώνει τη ρευστότητα των βρογχικών εκκρίσεων.

Σε παιδιατρικούς πληθυσμούς με οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις, η βρωμεξίνη φαίνεται να μειώνει τη διάρκεια των συμπτωμάτων κατά 1-2 ημέρες συγκριτικά με placebo. Ωστόσο, η ανταπόκριση ποικίλλει ανάλογα με την υποκείμενη παθολογία και τη σοβαρότητα της βρογχικής απόφραξης. Ορισμένες κλινικές μελέτες έχουν αναδείξει τη χρησιμότητα της ουσίας στη μείωση της συχνότητας επιδείνωσης χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, αν και τα αποτελέσματα παραμένουν ανομοιογενή μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών.

Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες

Η φαρμακευτική ουσία εμφανίζει ορισμένες πρόσθετες ιδιότητες που υπερβαίνουν τη βλεννολυτική δράση. Έχει παρατηρηθεί ότι η βρωμεξίνη ασκεί ήπια αντιοξειδωτική δράση και μπορεί να επηρεάσει την έκφραση ορισμένων κυτοκινών στους αεραγωγούς. Επιπλέον, η ικανότητά της να διεγείρει την παραγωγή επιφανειοδραστικής ουσίας αποτελεί μηχανισμό που ενδεχομένως συμβάλλει στην προστασία του πνευμονικού παρεγχύματος έναντι λοιμωδών παραγόντων. Η διερεύνηση στοιχειακών προσμίξεων σε ενέσιμες μορφές του φαρμάκου αποτελεί σημαντικό ζήτημα ποιοτικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ασφάλειας των σκευασμάτων.

Ανάπτυξη ανθεκτικότητας

Αντίθετα με τα αντιβιοτικά, η βρωμεξίνη δεν εμπλέκεται σε φαινόμενα ανάπτυξης ανθεκτικότητας, καθώς δεν ασκεί άμεση αντιμικροβιακή δράση. Η μακροχρόνια χρήση της δεν οδηγεί σε μείωση της αποτελεσματικότητάς της ούτε προκαλεί μεταβολές στη φυσιολογία των βρογχικών επιθηλιακών κυττάρων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απάντηση στη θεραπεία.

Προκλινικές και Κλινικές Μελέτες

Προκλινικά πειράματα σε ζωικά μοντέλα έχουν επιβεβαιώσει την ικανότητα της βρωμεξίνης να αυξάνει την κροσσωτή δραστηριότητα και να μειώνει το ιξώδες βρογχικών εκκρίσεων. Σε in vitro συστήματα, η ουσία επιδεικνύει δοσοεξαρτώμενη αύξηση της συχνότητας κροσσών του βρογχικού επιθηλίου. Κλινικές μελέτες σε ενήλικες με χρόνια βρογχίτιδα έχουν καταδείξει στατιστικά σημαντική βελτίωση υποκειμενικών δεικτών όπως η ευκολία αποχρέμψης και η ποιότητα ζωής.

Μετεγκριτικές μελέτες, Φαρμακοεπαγρύπνηση και Φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά

Η παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία σκευασμάτων βρωμεξίνης έχει αναδείξει ένα ικανοποιητικό προφίλ ασφάλειας με σπάνιες αναφορές σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών. Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά δείχνουν σημαντική μεταβλητότητα μεταξύ ατόμων, επηρεαζόμενα από παράγοντες όπως η ηλικία, η νεφρική λειτουργία και η συγχορήγηση άλλων φαρμάκων. Σε ηλικιωμένους ασθενείς, η κάθαρση του φαρμάκου μειώνεται κατά 20-30%, γεγονός που δικαιολογεί προσαρμογή δόσης σε επιλεγμένες περιπτώσεις.

Συγκριτική αποτελεσματικότητα

Συγκριτικές μελέτες μεταξύ βρωμεξίνης και άλλων βλεννολυτικών όπως η N-ακετυλκυστεΐνη έχουν δώσει ανάμεικτα αποτελέσματα. Ορισμένες έρευνες υποδηλώνουν παρόμοια κλινική αποτελεσματικότητα, ενώ άλλες αναδεικνύουν διαφορές στο προφίλ ανοχής και στην ευκολία χορήγησης. Η επιλογή μεταξύ διαφορετικών βλεννολυτικών εξαρτάται συχνά από ατομικούς παράγοντες και προτιμήσεις του ασθενούς.

Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις

Οι διαθέσιμες συστηματικές ανασκοπήσεις για τη βρωμεξίνη περιορίζονται σε αριθμό και ποιότητα. Μετα-αναλύσεις που εξέτασαν τη χρήση βλεννολυτικών σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια έχουν συμπεριλάβει τη βρωμεξίνη, δείχνοντας μέτρια οφέλη στη μείωση επιδεινώσεων και βελτίωση ποιότητας ζωής. Χρειάζονται περισσότερες μελέτες υψηλής μεθοδολογικής ποιότητας για να καθοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι βέλτιστες ενδείξεις της ουσίας.

Τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις και μελλοντικές προοπτικές

Η σύγχρονη έρευνα διερευνά πιθανούς νέους ρόλους της βρωμεξίνης πέραν των κλασικών αναπνευστικών ενδείξεων. Μελέτες εξετάζουν την επίδραση της ουσίας στην αναστολή συγκεκριμένων πρωτεασών που εμπλέκονται σε ιικές λοιμώξεις, ανοίγοντας πιθανώς νέους ορίζοντες στην αντιμετώπιση ορισμένων παθογόνων. Επιπλέον, η χρήση φιλικών προς το περιβάλλον αναλυτικών μεθόδων για την ποσοτικοποίηση της βρωμεξίνης σε συνδυασμένα σκευάσματα αντανακλά την προσπάθεια για βιώσιμη φαρμακευτική ανάλυση.

Ιστορία του φαρμάκου

Η βρωμεξίνη συντέθηκε στη δεκαετία του 1960 από την Boehringer Ingelheim ως συνθετικό παράγωγο της βαζικίνης. Η έγκρισή της για κλινική χρήση ακολούθησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην Ελλάδα, η βρωμεξίνη υδροχλωρική κυκλοφορεί εδώ και δεκαετίες ως μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, αποτελώντας μία από τις πιο διαδεδομένες επιλογές για τη συμπτωματική αντιμετώπιση παθήσεων με υπερπαραγωγή βρογχικής βλέννας στον ελληνικό πληθυσμό.

 

Συνοπτικά για το BISOLVON

Η βρωμεξίνη υδροχλωρική (φάρμακο BISOLVON) συνιστά μια φαρμακευτική ουσία με εδραιωμένη θέση στη θεραπεία αναπνευστικών παθήσεων που χαρακτηρίζονται από δυσκολία αποβολής βλέννας. Χορηγείται σε ενήλικες και παιδιά για τη διευκόλυνση της αποχρέμψης σε βρογχίτιδα, άσθμα με υπερπαραγωγή εκκρίσεων και βρογχεκτασίες. Αντενδείκνυται σε άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, ενώ απαιτείται προσοχή σε νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια. Οι παρενέργειες περιορίζονται συνήθως σε ήπιες γαστρεντερικές διαταραχές, με σπάνιες αλλεργικές εκδηλώσεις. Η δοσολογία προσαρμόζεται ανάλογα με την ηλικία, ενώ η χορήγηση μετά τα γεύματα μειώνει πιθανές γαστρικές ενοχλήσεις. Η επαρκής ενυδάτωση ενισχύει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Η μακροχρόνια χρήση δεν προκαλεί ανάπτυξη ανθεκτικότητας, καθώς η ουσία δρα μέσω φυσικοχημικών μηχανισμών στις βρογχικές εκκρίσεις. Η φύλαξη γίνεται σε θερμοκρασία δωματίου, μακριά από υγρασία και φως.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Αποφεύγετε την αυτοθεραπεία χωρίς ιατρική καθοδήγηση. Μελετάτε προσεκτικά το ενημερωτικό φύλλο κάθε φαρμακευτικού προϊόντος. Το παρόν κείμενο αφορά αποκλειστικά την εκπαιδευτική προσέγγιση της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά την κλινική κρίση του θεράποντος ιατρού ή του συμβουλευτικού ρόλου του φαρμακοποιού.

 

Συχνές Ερωτήσεις

Τι είναι το BISOLVON και πώς δρα στους αεραγωγούς;

Το BISOLVON περιέχει τη δραστική ουσία βρωμεξίνη υδροχλωρική, η οποία ανήκει στους βλεννορυθμιστές. Μειώνει το πάχος της βλέννας στους βρόγχους και ενεργοποιεί το κροσσωτό επιθήλιο, διευκολύνοντας την αποβολή εκκρίσεων. Αυτή η διπλή δράση βοηθά στην καλύτερη αναπνοή όταν υπάρχει υπερπαραγωγή πηκτών εκκρίσεων. Συμβουλευτείτε πάντα ιατρό πριν τη χρήση για να εξακριβώσετε ότι ενδείκνυται στην κατάστασή σας.

Πόσες φορές την ημέρα πρέπει να λαμβάνω BISOLVON;

Η συνήθης δοσολογία για ενήλικες είναι 8 mg τρεις φορές ημερησίως, σε μορφή δισκίων ή σιροπιού. Για παιδιά η δόση προσαρμόζεται βάσει ηλικίας και σωματικού βάρους. Προτιμάτε τη λήψη μετά τα γεύματα για μείωση ενοχλημάτων στο위γαστρικό. Καταναλώστε επαρκή ποσότητα νερού για να ενισχύσετε την αποτελεσματικότητα. Ο ιατρός σας θα καθορίσει τη βέλτιστη διάρκεια θεραπείας.

Μπορώ να συνδυάσω το BISOLVON με αντιβηχικά φάρμακα;

Ο συνδυασμός βρωμεξίνης με καταστολείς του βήχα αποφεύγεται γενικώς, διότι η βλέννα που ρευστοποιείται πρέπει να αποβληθεί μέσω βήχα. Η ταυτόχρονη καταστολή του αντανακλαστικού της αποχρέμψης εγκυμονεί κίνδυνο συσσώρευσης εκκρίσεων στους αεραγωγούς. Σε περίπτωση που λαμβάνετε πολλαπλά φάρμακα για αναπνευστικά προβλήματα, ο ιατρός θα αξιολογήσει τις κατάλληλες συνδυαστικές επιλογές.

Ποιες παρενέργειες μπορεί να προκαλέσει το BISOLVON;

Οι συχνότερες παρενέργειες της βρωμεξίνης περιορίζονται σε ήπια γαστρεντερικά συμπτώματα όπως ναυτία και δυσπεψία. Σπανιότερα εμφανίζονται δερματικές αντιδράσεις με εξάνθημα ή κνησμό. Εξαιρετικά σπάνιες είναι οι αλλεργικές εκδηλώσεις τύπου αγγειοοιδήματος. Εάν παρατηρήσετε ασυνήθιστα συμπτώματα, διακόψτε τη χορήγηση και επικοινωνήστε άμεσα με ιατρό ή φαρμακοποιό για περαιτέρω οδηγίες.

Είναι ασφαλές το BISOLVON κατά την εγκυμοσύνη;

Η χρήση βρωμεξίνης κατά τη διάρκεια της κύησης περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το θεραπευτικό όφελος υπερτερεί των πιθανών κινδύνων. Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για την απόλυτη ασφάλεια στην εγκυμοσύνη. Αντίστοιχη προσέγγιση ισχύει και για τη γαλουχία. Εάν είστε έγκυος ή θηλάζετε, απαραίτητα συζητήστε με τον μαιευτήρα γυναικολόγο σας πριν λάβετε οποιοδήποτε φαρμακευτικό σκεύασμα.

Πόσο καιρό μπορώ να χρησιμοποιώ το BISOLVON;

Η τυπική διάρκεια θεραπείας με βρωμεξίνη κυμαίνεται από πέντε έως επτά ημέρες για οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις. Σε χρόνιες παθήσεις όπως η ΧΑΠ, η χορήγηση μπορεί να παραταθεί υπό ιατρική επίβλεψη. Εάν τα συμπτώματα δεν βελτιωθούν μετά από λίγες ημέρες ή επιδεινωθούν, επανεκτιμήστε την κατάσταση με τον ιατρό σας για διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση.

Χρειάζεται ιατρική συνταγή για την αγορά BISOLVON;

Η βρωμεξίνη κυκλοφορεί στην Ελλάδα ως μη συνταγογραφούμενο φάρμακο (κατηγορία ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ.), διατιθέμενο αποκλειστικά από φαρμακεία χωρίς την απαίτηση ιατρικής συνταγής. Παρόλα αυτά, η φαρμακευτική συμβουλή παραμένει σημαντική για την κατάλληλη επιλογή δοσολογίας και διάρκειας χορήγησης. Σε περίπτωση χρόνιων ή σοβαρών αναπνευστικών παθήσεων, η ιατρική εκτίμηση είναι απαραίτητη πριν την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας.

 

Βιβλιογραφία

  1. Al-Hafidh, H.A.S. and R.M. Albadgari, ‘Development of a Spectrophotometric Method for the Assay of Bromhexine Hydrochloride in Its Pure Form and in Its…’, Jurnal Teknologi (Sciences & Engineering), 2025.
  1. El-Sayed, A., H. Elmansi, S. Shalan and M. Eid, ‘Facile Approaches for Determination of Bromhexine Hydrochloride and Its Active Metabolite Ambroxol Hydrochloride Using Eosin Y’, Annales Pharmaceutiques Françaises, 2022.
  1. Fu, Q., X. Zheng, Y. Zhou, L. Tang, Z. Chen and S. Ni, ‘Re-recognizing Bromhexine Hydrochloride: Pharmaceutical Properties and Its Possible Role in Treating Pediatric COVID-19’, European Journal of Clinical Pharmacology, 2021.
  1. Gholami, A., D. Minai-Tehrani and L.A. Eriksson, ‘Combining Kinetics and in Silico Approaches to Evaluate Bromhexine as an Anti-pancreatic Lipase Agent for Obesity Management’, Scientific Reports, 2025.
  1. Hegazy, A., N. Ragab, N.F. Farid and M.A. Magdy, ‘Green and Sustainable Spectrophotometric Methods for Simultaneous Determination of Doxycycline Hyclate and Bromhexine Hydrochloride Using Water as a Sole…’, Available at SSRN, 2025.
  1. Mikhaylov, E.N., T.A. Lyubimtseva et al., ‘Bromhexine Hydrochloride Prophylaxis of COVID-19 for Medical Personnel: A Randomized Open-Label Study’, Interdisciplinary Sciences, 2022.
  1. Noori, Z. and M.M. Khudhair, ‘Spectrophotometric Determination of Bromhexine-HCl by Using Prepared Silver Nanoparticles’, Baghdad Science Journal, 2025.
  1. Xu, S., L. Zhang, Q. Bai, L. Wang and X. Chen, ‘Elemental Impurities Determination in Bromhexine Hydrochloride Injections’, Journal of Pharmaceutical and Biomedical Analysis, 2023.

Zeen is a next generation WordPress theme. It’s powerful, beautifully designed and comes with everything you need to engage your visitors and increase conversions.