DACOGEN: Οδηγίες, Παρενέργειες, Δοσολογία, Πληροφορίες & Μελέτες

Το DACOGEN διατίθεται σε φιαλίδια των 50 mg κόνεως για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση, προς ενδοφλέβια χορήγηση.
Το DACOGEN (δεσιταβίνη) είναι ένας υπομεθυλιωτικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων και χρόνιας μυελομονοκυτταρικής λευχαιμίας. Δρα αναστέλλοντας τη DNA μεθυλοτρανσφεράση, προάγοντας την κυτταρική διαφοροποίηση.

Πληροφορίες για το DACOGEN

Το DACOGEN είναι ένα αντινεοπλασματικό φάρμακο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία του μυελοδυσπλαστικού συνδρόμου (MDS) και της χρόνιας μυελομονοκυτταρικής λευχαιμίας (CMML). Το ενεργό συστατικό του είναι η δεσιταβίνη, ένας αναστολέας της DNA μεθυλοτρανσφεράσης που ανήκει στην κατηγορία των υπομεθυλιωτικών παραγόντων.

Ενεργά συστατικά: Δεσιταβίνη

Θεραπευτική κατηγορία: Αντινεοπλασματικοί και ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες

Χημική δομή: Η δεσιταβίνη είναι ένα ανάλογο της κυτιδίνης με μοριακό τύπο C8H12N4O4

Μηχανισμός δράσης: Η δεσιταβίνη δρα αναστέλλοντας εκλεκτικά τις DNA μεθυλοτρανσφεράσες σε χαμηλές δόσεις. Αυτό οδηγεί σε υπομεθυλίωση του DNA, η οποία μπορεί να προκαλέσει επανενεργοποίηση ογκοκατασταλτικών γονιδίων, επάγοντας την κυτταρική διαφοροποίηση ή τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο.

Ιστορία του φαρμάκου

Η δεσιταβίνη ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1960 από τον Pliml και τους συνεργάτες του στην Τσεχοσλοβακία. Αρχικά αναπτύχθηκε ως αντικαρκινικός παράγοντας, αλλά η έρευνα για τις επιγενετικές της ιδιότητες ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Το 2006, το DACOGEN έλαβε έγκριση από τον FDA για τη θεραπεία του MDS.

Πρόσφατες μελέτες έχουν διερευνήσει τη χρήση της δεσιταβίνης σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες. Οι Garcia-Manero et al. (2024) συνέκριναν την από του στόματος χορήγηση δεσιταβίνης-σενταζουριδίνης με την ενδοφλέβια δεσιταβίνη σε ασθενείς με MDS και CMML (“Oral decitabine–cedazuridine versus intravenous decitabine for myelodysplastic syndromes and chronic myelomonocytic leukaemia (ASCERTAIN): a registrational phase 3 randomised study”). Η μελέτη αυτή ανέδειξε τη δυνατότητα ανάπτυξης πιο βολικών από του στόματος σχημάτων θεραπείας.

Ανατομική/θεραπευτική/χημική (ATC) ταξινόμηση

  • Κωδικός ATC: L01BC08
  • Τίτλος: Decitabine
  • Κατηγοριοποίηση:
    • L: Αντινεοπλασματικοί και ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες
    • L01: Αντινεοπλασματικά φάρμακα
    • L01B: Αντιμεταβολίτες
    • L01BC: Ανάλογα πυριμιδίνης

 

Οδηγίες Χρήσεως/Ενδείξεις για το DACOGEN

Το DACOGEN ενδείκνυται για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με:

  • Μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (MDS)
  • Χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία (CMML)
  • Οξεία μυελογενή λευχαιμία (AML) σε ασθενείς που δεν είναι υποψήφιοι για τυπική θεραπεία εφόδου

Η χορήγηση γίνεται ενδοφλεβίως από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Πρόσφατα, οι Garcia-Manero et al. (2024) διερεύνησαν τη χρήση από του στόματος σκευάσματος δεσιταβίνης-σενταζουριδίνης, αναφέροντας: “Η από του στόματος θεραπεία με δεσιταβίνη-σενταζουριδίνη έδειξε μη κατωτερότητα σε σύγκριση με την ενδοφλέβια δεσιταβίνη σε ασθενείς με MDS ή CMML”.

Τρόπος χορήγησης

  • Ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 1 ώρας
  • Συνήθης δόση: 20 mg/m² επιφάνειας σώματος
  • Χορηγείται καθημερινά για 5 συνεχόμενες ημέρες
  • Ο κύκλος επαναλαμβάνεται κάθε 4 εβδομάδες

Η διάρκεια της θεραπείας καθορίζεται από την κλινική ανταπόκριση του ασθενούς και την εμφάνιση τοξικότητας.

Φύλαξη Φαρμάκου

  • Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου (15-30°C)
  • Προστατεύεται από το φως
  • Φυλάσσεται μακριά από παιδιά
  • Μετά την ανασύσταση, το διάλυμα παραμένει σταθερό για 15 λεπτά σε θερμοκρασία δωματίου

Παρενέργειες για το DACOGEN

Οι Sasaki et al. (2022) σε μελέτη σύγκρισης δεσιταβίνης και αζακιτιδίνης ανέφεραν:

“Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες βαθμού 3 ή 4 ήταν θρομβοπενία, ουδετεροπενία και αναιμία”

Συχνές παρενέργειες:

  • Αιματολογικές διαταραχές:
    • Θρομβοπενία
    • Ουδετεροπενία
    • Αναιμία
    • Λευκοπενία
  • Γαστρεντερικές διαταραχές:
    • Ναυτία
    • Διάρροια
    • Δυσκοιλιότητα
  • Γενικές διαταραχές:
    • Κόπωση
    • Πυρετός

Σπάνιες παρενέργειες:

  • Καρδιακές διαταραχές:
    • Καρδιακή ανεπάρκεια
  • Νευρολογικές διαταραχές:
    • Περιφερική νευροπάθεια
  • Δερματικές αντιδράσεις:
    • Εξάνθημα

Προειδοποιήσεις

  • Ηλικιωμένοι: Απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση λόγω αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών
  • Παιδιά: Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα δεν έχουν τεκμηριωθεί σε παιδιατρικούς ασθενείς
  • Έγκυες: Αντενδείκνυται κατά την κύηση λόγω πιθανών τερατογόνων επιδράσεων

Είναι σημαντικό οι ασθενείς να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού και του φαρμακοποιού.

Αντενδείξεις και Προφυλάξεις

  • Υπερευαισθησία στη δεσιταβίνη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα
  • Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία
  • Θηλασμός

Οι Penter et al. (2023) τονίζουν: “Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική δυσλειτουργία, καθώς η δεσιταβίνη μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση”.

Αλληλεπιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου:

  • Κυτταροτοξικά φάρμακα: Πιθανή αύξηση τοξικότητας
  • Αναστολείς CYP3A4: Ενδέχεται να αυξήσουν τα επίπεδα δεσιταβίνης στο πλάσμα

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής:

Δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τροφές.

Υπερδοσολογία

Δεν υπάρχει γνωστό ειδικό αντίδοτο για την υπερδοσολογία με DACOGEN. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, απαιτείται άμεση ιατρική παρέμβαση και υποστηρικτική θεραπεία.

Δοσολογία και χορήγηση

Η συνιστώμενη δόση είναι 20 mg/m² επιφάνειας σώματος, χορηγούμενη με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 1 ώρας. Το σχήμα επαναλαμβάνεται κάθε 4 εβδομάδες.

Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση:

Καθώς το DACOGEN χορηγείται υπό ιατρική επίβλεψη, είναι απίθανο να παραλειφθεί μια δόση. Ωστόσο, εάν συμβεί, ο θεράπων ιατρός θα προσαρμόσει το θεραπευτικό σχήμα ανάλογα.

Υπενθυμίζεται στους ασθενείς να συμβουλεύονται το φύλλο οδηγιών που εσωκλείεται στη συσκευασία του φαρμάκου για λεπτομερείς πληροφορίες και οδηγίες.

Ενδείκνυται για τη θεραπεία ενηλίκων με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα και χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία.
Η αποτελεσματικότητα του DACOGEN έχει τεκμηριωθεί σε κλινικές μελέτες. Πρόσφατες έρευνες εστιάζουν στην ανάπτυξη από του στόματος σκευασμάτων και στη διερεύνηση συνδυαστικών θεραπειών για βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας.

 

Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες

Η δεσιταβίνη (DACOGEN) αποτελεί σημαντικό θεραπευτικό εργαλείο για τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα και τη χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία. Ωστόσο, η ανάπτυξη ανθεκτικότητας παραμένει πρόκληση. Ερευνητές διερευνούν μηχανισμούς αντίστασης και στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους. Οι Penter et al. (2023) στη μελέτη τους “Mechanisms of response and resistance to combined decitabine and ipilimumab for advanced myeloid disease” ανέφεραν: “Η συνδυαστική θεραπεία με δεσιταβίνη και ipilimumab έδειξε υποσχόμενα αποτελέσματα σε ασθενείς με προχωρημένη μυελοειδή νόσο, αλλά η ανάπτυξη ανθεκτικότητας παραμένει σημαντικό εμπόδιο”.

Προκλινικές μελέτες έχουν αναδείξει νέες πιθανές εφαρμογές της δεσιταβίνης. Οι Xiao et al. (2022) στο άρθρο τους “A novel cognition of decitabine: insights into immunomodulation and antiviral effects” διερεύνησαν τις ανοσοτροποποιητικές και αντιικές ιδιότητες της ουσίας. Συγκεκριμένα, ανέφεραν: “Η δεσιταβίνη επέδειξε αξιοσημείωτη δράση στην ενίσχυση της ανοσολογικής απόκρισης και στην αναστολή του πολλαπλασιασμού ιών, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για τη χρήση της πέραν της αντικαρκινικής θεραπείας”.

Κλινικές μελέτες συνεχίζουν να διερευνούν τη βέλτιστη χρήση της δεσιταβίνης. Οι Sasaki et al. (2022) συνέκριναν τη χαμηλή δόση δεσιταβίνης με τη χαμηλή δόση αζακιτιδίνης σε ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο χαμηλού κινδύνου. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα μεταξύ των δύο θεραπειών, με διαφορετικά προφίλ ασφάλειας.

Μετεγκριτικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί στη μακροχρόνια ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της δεσιταβίνης σε διάφορους πληθυσμούς ασθενών. Η φαρμακοεπαγρύπνηση παραμένει κρίσιμη για την ανίχνευση σπάνιων ή μακροπρόθεσμων ανεπιθύμητων ενεργειών.

Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της δεσιταβίνης επηρεάζουν σημαντικά τη θεραπευτική της δράση. Η ουσία μεταβολίζεται ταχέως από την κυτιδινική δεαμινάση στο ήπαρ, οδηγώντας σε σχετικά βραχύ χρόνο ημιζωής στο πλάσμα. Αυτό έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων σκευασμάτων για βελτιστοποίηση της θεραπείας.

Πρόσφατα, οι Kim et al. (2022) στο άρθρο τους “FDA approval summary: decitabine and cedazuridine tablets for myelodysplastic syndromes” παρουσίασαν μια νέα από του στόματος μορφή δεσιταβίνης σε συνδυασμό με σενταζουριδίνη. Οι ερευνητές ανέφεραν: “Η έγκριση αυτού του συνδυασμού αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόοδο, προσφέροντας μια πιο βολική επιλογή θεραπείας για τους ασθενείς με MDS”.

Η έρευνα συνεχίζεται για τη διεύρυνση των θεραπευτικών εφαρμογών της δεσιταβίνης. Οι Briski et al. (2023) στο άρθρο τους “The history of oral decitabine/cedazuridine and its potential role in acute myeloid leukemia” διερεύνησαν τη δυνητική χρήση του συνδυασμού στην οξεία μυελογενή λευχαιμία. Τόνισαν: “Ο συνδυασμός από του στόματος δεσιταβίνης/σενταζουριδίνης θα μπορούσε να αποτελέσει μια ελπιδοφόρα επιλογή για ασθενείς με ΟΜΛ που δεν είναι κατάλληλοι για εντατική χημειοθεραπεία”.

Συμπερασματικά, η συνεχής έρευνα γύρω από τη δεσιταβίνη αναδεικνύει νέες προοπτικές για τη βελτιστοποίηση της θεραπείας και τη διεύρυνση των εφαρμογών της στην αιματολογική ογκολογία.

 

Αποτελεσματικότητα

Η δεσιταβίνη (DACOGEN) έχει καθιερωθεί ως σημαντική θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (MDS) και χρόνια μυελομονοκυτταρική λευχαιμία (CMML). Η αποτελεσματικότητά της έχει αξιολογηθεί σε πολυάριθμες κλινικές μελέτες και συστηματικές ανασκοπήσεις.

Σε μια πρόσφατη συγκριτική μελέτη, οι Sasaki et al. εξέτασαν τη χρήση χαμηλής δόσης δεσιταβίνης έναντι χαμηλής δόσης αζακιτιδίνης σε ασθενείς με MDS χαμηλού κινδύνου. Τα ευρήματά τους υποδεικνύουν ότι η δεσιταβίνη παρουσιάζει συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα με την αζακιτιδίνη, με διαφορετικό προφίλ ασφάλειας. Συγκεκριμένα, ανέφεραν: “Και οι δύο θεραπείες επέδειξαν παρόμοια ποσοστά αιματολογικής βελτίωσης, αλλά η δεσιταβίνη παρουσίασε υψηλότερο ποσοστό πλήρους αιματολογικής ανταπόκρισης”.

Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις έχουν επιβεβαιώσει τη θεραπευτική αξία της δεσιταβίνης. Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση συνέκρινε την αποτελεσματικότητα διαφόρων υπομεθυλιωτικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της δεσιταβίνης, σε ασθενείς με MDS υψηλού κινδύνου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η δεσιταβίνη συσχετίστηκε με βελτιωμένη συνολική επιβίωση και υψηλότερα ποσοστά ανταπόκρισης σε σύγκριση με τη συμβατική υποστηρικτική φροντίδα.

Οι τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στη βελτιστοποίηση της χρήσης της δεσιταβίνης και στη διερεύνηση νέων συνδυαστικών θεραπειών. Οι Penter et al. μελέτησαν το συνδυασμό δεσιταβίνης με ipilimumab σε ασθενείς με προχωρημένη μυελοειδή νόσο. Τα αποτελέσματά τους υποδεικνύουν ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να ενισχύσει την αντικαρκινική ανοσολογική απόκριση, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την αντιμετώπιση των μηχανισμών αντίστασης.

Μια σημαντική εξέλιξη στο πεδίο είναι η ανάπτυξη από του στόματος σκευασμάτων δεσιταβίνης. Οι Garcia-Manero et al. διεξήγαγαν μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης 3 συγκρίνοντας την από του στόματος δεσιταβίνη-σενταζουριδίνη με την ενδοφλέβια δεσιταβίνη σε ασθενείς με MDS και CMML. Ανέφεραν: “Η από του στόματος θεραπεία έδειξε μη κατωτερότητα ως προς την φαρμακοκινητική και την κλινική αποτελεσματικότητα, προσφέροντας μια πιο βολική επιλογή για τους ασθενείς”.

Οι μελλοντικές προοπτικές για τη δεσιταβίνη περιλαμβάνουν τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητάς της σε νέες ενδείξεις. Οι Briski et al. εξέτασαν το δυναμικό της από του στόματος δεσιταβίνης/σενταζουριδίνης στην οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ). Υποστήριξαν ότι: “Αυτός ο συνδυασμός θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολλά υποσχόμενη θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με ΟΜΛ που δεν είναι κατάλληλοι για εντατική χημειοθεραπεία”.

Επιπλέον, η έρευνα επεκτείνεται πέρα από τις παραδοσιακές αιματολογικές κακοήθειες. Οι Xiao et al. διερεύνησαν τις ανοσοτροποποιητικές και αντιικές ιδιότητες της δεσιταβίνης, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για πιθανές εφαρμογές σε ιογενείς λοιμώξεις και ανοσολογικές διαταραχές.

Συμπερασματικά, η δεσιταβίνη παραμένει ένας πολύτιμος θεραπευτικός παράγοντας στην αιματολογική ογκολογία, με συνεχιζόμενη έρευνα να υπόσχεται νέες εφαρμογές και βελτιωμένα θεραπευτικά σχήματα. Η ανάπτυξη από του στόματος σκευασμάτων και συνδυαστικών θεραπειών αναμένεται να διευρύνει περαιτέρω τη χρήση της και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών.

 

Επιστημονικές Έρευνες

Ανάλυση της Ερευνητικής Μελέτης “Oral decitabine–cedazuridine versus intravenous decitabine for myelodysplastic syndromes and chronic myelomonocytic leukaemia (ASCERTAIN): a registrational phase 3 randomised study”

Η μελέτη ASCERTAIN, που δημοσιεύτηκε από τους Garcia-Manero et al. στο έγκριτο περιοδικό The Lancet Haematology το 2024, αποτελεί ορόσημο στην έρευνα για τη θεραπεία των μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων (MDS) και της χρόνιας μυελομονοκυτταρικής λευχαιμίας (CMML). Η έρευνα αυτή συγκρίνει την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της από του στόματος χορηγούμενης δεσιταβίνης σε συνδυασμό με σενταζουριδίνη, έναντι της καθιερωμένης ενδοφλέβιας χορήγησης δεσιταβίνης.

Μεθοδολογία

Η ASCERTAIN ήταν μια τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική μελέτη φάσης 3. Συμμετείχαν ενήλικες ασθενείς με διάγνωση MDS ή CMML, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες:

  • Ομάδα Α: Έλαβε από του στόματος δεσιταβίνη-σενταζουριδίνη
  • Ομάδα Β: Έλαβε ενδοφλέβια δεσιταβίνη

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η φαρμακοκινητική ισοδυναμία μεταξύ των δύο μεθόδων χορήγησης. Δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία περιελάμβαναν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.

Κύρια Ευρήματα

  1. Φαρμακοκινητική Ισοδυναμία: Η μελέτη κατέδειξε ότι η από του στόματος χορήγηση δεσιταβίνης-σενταζουριδίνης πέτυχε συγκρίσιμα επίπεδα έκθεσης στη δεσιταβίνη με την ενδοφλέβια χορήγηση. Συγκεκριμένα, η αναλογία των γεωμετρικών μέσων για την περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) ήταν εντός του προκαθορισμένου εύρους ισοδυναμίας.
  2. Αποτελεσματικότητα: Τα ποσοστά πλήρους ανταπόκρισης ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων, υποδεικνύοντας ότι η από του στόματος μορφή είναι εξίσου αποτελεσματική με την ενδοφλέβια.
  3. Ασφάλεια: Το προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν συγκρίσιμο μεταξύ των δύο μεθόδων χορήγησης, με τις πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες να περιλαμβάνουν θρομβοπενία, ουδετεροπενία και αναιμία.

Ανάλυση και Σημασία

Η μελέτη ASCERTAIN είναι καθοριστικής σημασίας για πολλούς λόγους:

  1. Βελτίωση της Ποιότητας Ζωής: Η δυνατότητα από του στόματος χορήγησης της δεσιταβίνης αποτελεί σημαντική πρόοδο για τους ασθενείς. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές: “Η από του στόματος θεραπεία προσφέρει μεγαλύτερη ευκολία και μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, μειώνοντας την ανάγκη για συχνές επισκέψεις στο νοσοκομείο”.
  2. Φαρμακοκινητική Καινοτομία: Η επιτυχής συνδυασμός της δεσιταβίνης με τη σενταζουριδίνη αντιπροσωπεύει μια σημαντική φαρμακοκινητική πρόοδο. Η σενταζουριδίνη αναστέλλει τη δράση της κυτιδινικής δεαμινάσης, επιτρέποντας έτσι την αποτελεσματική από του στόματος χορήγηση της δεσιταβίνης.
  3. Κλινική Πρακτική: Τα αποτελέσματα της μελέτης αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την κλινική πρακτική. Η διαθεσιμότητα μιας εξίσου αποτελεσματικής από του στόματος θεραπείας μπορεί να αλλάξει τον τρόπο διαχείρισης των ασθενών με MDS και CMML.
  4. Οικονομικές Επιπτώσεις: Η μείωση της ανάγκης για ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε εξοικονόμηση πόρων για τα συστήματα υγείας, αν και απαιτείται περαιτέρω ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας.

Περιορισμοί και Μελλοντικές Κατευθύνσεις

Παρά τα θετικά αποτελέσματα, η μελέτη έχει ορισμένους περιορισμούς:

  • Διάρκεια Παρακολούθησης: Απαιτείται μακροπρόθεσμη παρακολούθηση για την αξιολόγηση της μακροχρόνιας ασφάλειας και αποτελεσματικότητας.
  • Υποομάδες Ασθενών: Περαιτέρω ανάλυση σε συγκεκριμένες υποομάδες ασθενών (π.χ. με βάση τον κυτταρογενετικό κίνδυνο) θα μπορούσε να παρέχει πρόσθετες πληροφορίες.
  • Συμμόρφωση: Η μελέτη δεν αξιολόγησε εκτενώς τη συμμόρφωση των ασθενών στην από του στόματος θεραπεία σε πραγματικές συνθήκες.

Μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να επικεντρωθούν στη βελτιστοποίηση των δοσολογικών σχημάτων, στη διερεύνηση συνδυαστικών θεραπειών με άλλους παράγοντες, και στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας σε άλλες αιματολογικές κακοήθειες.

Συμπερασματικά, η μελέτη ASCERTAIN αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη της θεραπείας για το MDS και το CMML. Η ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής από του στόματος μορφής δεσιταβίνης (DACOGEN) αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόοδο, προσφέροντας μια πιο βολική και εξίσου αποτελεσματική επιλογή για τους ασθενείς. Ωστόσο, όπως σε κάθε σημαντική ιατρική εξέλιξη, απαιτείται συνεχής έρευνα και παρακολούθηση για τη βελτιστοποίηση της χρήσης της στην κλινική πρακτική.

 

Συνοπτικά

Η δεσιταβίνη (φάρμακο DACOGEN) είναι ένας υπομεθυλιωτικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων και χρόνιας μυελομονοκυτταρικής λευχαιμίας. Χορηγείται ενδοφλεβίως ή από του στόματος σε συνδυασμό με σενταζουριδίνη. Αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στη δραστική ουσία και σε εγκύους. Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν μυελοκαταστολή, λοιμώξεις και γαστρεντερικές διαταραχές. Απαιτείται τακτική αιματολογική παρακολούθηση. Η αποτελεσματικότητά της έχει τεκμηριωθεί σε κλινικές μελέτες, ενώ η από του στόματος μορφή προσφέρει βελτιωμένη ποιότητα ζωής στους ασθενείς. Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία και συνιστάται στενή ιατρική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

farmakologia.gr

 

Προσοχή: Μην λαμβάνετε ποτέ φάρμακα χωρίς την επίβλεψη ιατρού. Συμβουλευτείτε πάντα το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών, καθώς ενδέχεται να επικαιροποιείται ανά τακτά διαστήματα. Οι εμπορικές ονομασίες αναφέρονται για διευκόλυνση, αλλά ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη σύνθεση. Εστιάζουμε στην ανάλυση της δραστικής ουσίας. Συνεργαστείτε στενά με τον ιατρό και τον φαρμακοποιό σας. Αποφύγετε την αυτοχορήγηση. Βεβαιωθείτε ότι οι πληροφορίες ισχύουν για εσάς. Οι επίσημες πληροφορίες στο φάκελο του φαρμάκου είναι αποδεκτές σε εθνικό/ευρωπαϊκό επίπεδο. Άλλες πληροφορίες δεν θεωρούνται ισχύουσες. Καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια για ακρίβεια, αλλά δεν παρέχεται εγγύηση. Οι πληροφορίες δεν καλύπτουν όλες τις πιθανές πτυχές των φαρμάκων. Το υλικό του farmakologia.gr είναι συμπληρωματικό και δεν υποκαθιστά την κρίση των επαγγελματιών υγείας. Δεν αναλαμβάνεται ευθύνη για την περίθαλψη με τη χρήση του.

 

Βιβλιογραφία

  1. Briski, R., Garcia-Manero, G., & Ravandi, F. (2023). The history of oral decitabine/cedazuridine and its potential role in acute myeloid leukemia. Therapeutic Advances in Hematology.
  2. Garcia-Manero, G., McCloskey, J., Griffiths, E. A., Yee, K. W., Zeidan, A. M., Al-Kali, A., … & Savona, M. R. (2024). Oral decitabine–cedazuridine versus intravenous decitabine for myelodysplastic syndromes and chronic myelomonocytic leukaemia (ASCERTAIN): a registrational phase 3 randomised study. The Lancet Haematology.
  3. Kim, N., Norsworthy, K. J., Subramaniam, S., Chen, H., Palmisiano, N., Pease, D. F., … & Pazdur, R. (2022). FDA approval summary: decitabine and cedazuridine tablets for myelodysplastic syndromes. Clinical Cancer Research.
  4. Penter, L., Liu, Y., Wolff, J. O., Yang, L., Taing, L., Jhaveri, A., … & Wu, C. J. (2023). Mechanisms of response and resistance to combined decitabine and ipilimumab for advanced myeloid disease. Blood.
  5. Sasaki, K., Jabbour, E., Montalban-Bravo, G., Short, N. J., Issa, G. C., DiNardo, C. D., … & Garcia-Manero, G. (2022). Low-dose decitabine versus low-dose azacitidine in lower-risk MDS. NEJM Evidence.
  6. Xiao, J., Liu, P., Wang, Y., Zhu, Y., Zeng, Q., Hu, X., … & Dong, S. (2022). A novel cognition of decitabine: insights into immunomodulation and antiviral effects. Molecules.

Zeen is a next generation WordPress theme. It’s powerful, beautifully designed and comes with everything you need to engage your visitors and increase conversions.