Περιεχόμενα
Πληροφορίες για το CALCIDROPS
Το CALCIDROPS είναι ένα φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαταραχών του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου, όπως ο υποπαραθυρεοειδισμός, η οστεομαλακία και η νεφρική οστεοδυστροφία. Το ενεργό συστατικό του είναι η αλφακαλσιδόλη, ένα συνθετικό ανάλογο της βιταμίνης D. Άλλα εμπορικά σκευάσματα που περιέχουν αλφακαλσιδόλη είναι το One-Alpha, το Alpha D3, το Alfacalcidol κ.α. Στο παρόν άρθρο αναλύουμε τη δραστική ουσία αλφακαλσιδόλη, η οποία συναντάται σε πολλά φάρμακα παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένου του CALCIDROPS. Κάθε εμπορικό σκεύασμα μπορεί να έχει διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον κατασκευαστή, γι’ αυτό ο χρήστης πρέπει να διαβάζει προσεκτικά το φύλλο οδηγιών χρήσης και να ακολουθεί τις οδηγίες του φαρμακοποιού.
Μηχανισμός δράσης: Η αλφακαλσιδόλη μετατρέπεται στον ήπαρ σε καλσιτριόλη, την ενεργή μορφή της βιταμίνης D. Αυτή αυξάνει την απορρόφηση ασβεστίου και φωσφόρου από το έντερο, μειώνει την απέκκριση ασβεστίου από τους νεφρούς και ρυθμίζει τον μεταβολισμό των οστών.
Χημική δομή: Η αλφακαλσιδόλη είναι ένα συνθετικό ανάλογο της 1α-υδροξυβιταμίνης D3.
Θεραπευτική κατηγορία: Ανήκει στην κατηγορία των αναλόγων της βιταμίνης D.
Η αλφακαλσιδόλη ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και έκτοτε χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πράξη. Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε επιστημονικές μελέτες από το The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, το Endokrynologia Polska και το PLOS ONE, οι οποίες εξετάζουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της αλφακαλσιδόλης σε σύγκριση με άλλα ανάλογα της βιταμίνης D.
Ανατομική/θεραπευτική/χημική (ATC) ταξινόμηση
- Κωδικός ATC: A11CC03
- Τίτλος: Alfacalcidol
- Κατηγοριοποίηση: A Πεπτική οδός και μεταβολισμός → A11 Βιταμίνες → A11C Βιταμίνες A και D, συμπεριλαμβανομένων και συνδυασμών των δύο → A11CC Βιταμίνη D και ανάλογα
Τρόποι και περιορισμοί διάθεσης
- Αντίγραφο φάρμακο
- Εθνική άδεια
- Θετικός κατάλογος
Οδηγίες Χρήσεως/Ενδείξεις για το CALCIDROPS
Το CALCIDROPS ενδείκνυται για τη θεραπεία διαφόρων διαταραχών του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου. Οι κύριες ενδείξεις περιλαμβάνουν:
- Υποπαραθυρεοειδισμός: Για τη διόρθωση της υπασβεστιαιμίας και των συμπτωμάτων που σχετίζονται με αυτή.
- Οστεομαλακία: Για τη βελτίωση της οστικής πυκνότητας και τη μείωση του κινδύνου καταγμάτων.
- Νεφρική οστεοδυστροφία: Σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο για τη ρύθμιση του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου.
- Ραχίτιδα ανθεκτική στη βιταμίνη D: Σε παιδιατρικούς ασθενείς με συγκεκριμένες μορφές ραχίτιδας.
- Οστεοπόρωση: Ως συμπληρωματική θεραπεία σε συνδυασμό με άλλες αντιοστεοπορωτικές αγωγές.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Saha et al. (“Alfacalcidol vs Calcitriol in the Management of Patient With Hypoparathyroidism: A Randomized Controlled Trial”), η αλφακαλσιδόλη είναι εξίσου αποτελεσματική με την καλσιτριόλη στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων ασβεστίου σε ασθενείς με υποπαραθυρεοειδισμό. Οι ερευνητές αναφέρουν: “Στη βέλτιστη ρύθμιση του ασβεστίου, τόσο η αλφακαλσιδόλη όσο και η καλσιτριόλη οδηγούν σε συγκρίσιμα αλλά υψηλά επίπεδα φωσφόρου ορού, υπερασβεστιουρία, φυσιολογικά επίπεδα 1,25(OH)2D στην κυκλοφορία και αυξημένα επίπεδα FGF23.” (Saha et al.)
Παρενέργειες
Οι παρενέργειες του CALCIDROPS μπορεί να ποικίλλουν σε σοβαρότητα και συχνότητα. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να είναι ενήμεροι για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες και να επικοινωνούν με τον ιατρό τους εάν εμφανίσουν οποιοδήποτε σύμπτωμα.
Συχνές παρενέργειες:
- Υπερασβεστιαιμία
- Υπερφωσφαταιμία
- Υπερασβεστιουρία
- Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα)
Λιγότερο συχνές παρενέργειες:
- Κεφαλαλγία
- Μυϊκή αδυναμία
- Κόπωση
- Δερματικό εξάνθημα
Σπάνιες παρενέργειες:
- Νεφρολιθίαση
- Νεφρασβέστωση
- Καρδιακές αρρυθμίες
- Αλλεργικές αντιδράσεις
Οι Stuss et al. (“Clinical efficacy and safety of use of alfacalcidol and calcitriol in daily endocrinological practice”) επισημαίνουν ότι η μακροχρόνια χρήση αναλόγων βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με την υπερασβεστιαιμία.
Προειδοποιήσεις
Ειδικές προειδοποιήσεις:
- Ηλικιωμένοι: Απαιτείται προσοχή λόγω αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών και πιθανής μειωμένης νεφρικής λειτουργίας.
- Παιδιά: Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται με βάση το σωματικό βάρος και την ανάπτυξη.
- Έγκυες και θηλάζουσες: Η χρήση πρέπει να γίνεται μόνο εάν το όφελος υπερτερεί του πιθανού κινδύνου για το έμβρυο ή το βρέφος.
Είναι απαραίτητο οι ασθενείς να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του φαρμακοποιού και του θεράποντος ιατρού.
Αντενδείξεις και Προφυλάξεις
Το CALCIDROPS αντενδείκνυται σε:
- Υπερευαισθησία στην αλφακαλσιδόλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα
- Υπερασβεστιαιμία
- Υπερφωσφαταιμία
- Τοξίκωση από βιταμίνη D
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με:
- Νεφρική δυσλειτουργία
- Ιστορικό νεφρολιθίασης
- Καρδιακές αρρυθμίες
Αλληλεπιδράσεις
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου:
- Θειαζιδικά διουρητικά: Μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υπερασβεστιαιμίας
- Διγοξίνη: Αυξημένος κίνδυνος τοξικότητας διγοξίνης
- Αντιεπιληπτικά: Μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της αλφακαλσιδόλης
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής:
- Τροφές πλούσιες σε ασβέστιο: Μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υπερασβεστιαιμίας
- Τροφές πλούσιες σε φώσφορο: Μπορεί να επηρεάσουν την ισορροπία ασβεστίου-φωσφόρου
Υπερδοσολογία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα υπερασβεστιαιμίας όπως ναυτία, έμετος, πολυδιψία, πολυουρία, δυσκοιλιότητα και αφυδάτωση. Απαιτείται άμεση ιατρική παρέμβαση και διακοπή του φαρμάκου.
Δοσολογία και χορήγηση
Η δοσολογία εξατομικεύεται ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς και τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα. Συνήθως, η αρχική δόση για ενήλικες είναι 0,5-1 μg ημερησίως, με δυνατότητα προσαρμογής.
Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση:
Εάν παραλειφθεί μια δόση, θα πρέπει να ληφθεί το συντομότερο δυνατό. Ωστόσο, εάν πλησιάζει η ώρα για την επόμενη προγραμματισμένη δόση, η παραλειφθείσα δόση πρέπει να παραλειφθεί και να συνεχιστεί το κανονικό δοσολογικό σχήμα. Δεν πρέπει να λαμβάνεται διπλή δόση για να αναπληρωθεί η παραλειφθείσα.
Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες
Η αλφακαλσιδόλη (CALCIDROPS) αποτελεί ένα συνθετικό ανάλογο της βιταμίνης D με σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου. Η ανάπτυξη ανθεκτικότητας στη δράση της δεν έχει παρατηρηθεί κλινικά, γεγονός που ενισχύει τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της σε χρόνιες παθήσεις όπως ο υποπαραθυρεοειδισμός.
Προκλινικές μελέτες σε πειραματόζωα έχουν αναδείξει την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της αλφακαλσιδόλης στη ρύθμιση της ομοιόστασης ασβεστίου. Ωστόσο, η εξαγωγή συμπερασμάτων για την ανθρώπινη φυσιολογία απαιτεί προσοχή λόγω των διαφορών στο μεταβολισμό μεταξύ ειδών.
Οι κλινικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί κυρίως στη σύγκριση της αλφακαλσιδόλης με άλλα ανάλογα βιταμίνης D, όπως η καλσιτριόλη. Η έρευνα των Saha et al. στο The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism ανέδειξε συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα μεταξύ αλφακαλσιδόλης και καλσιτριόλης στη διαχείριση του υποπαραθυρεοειδισμού. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι “και τα δύο φάρμακα οδηγούν σε συγκρίσιμα αλλά υψηλά επίπεδα φωσφόρου ορού, υπερασβεστιουρία, φυσιολογικά επίπεδα 1,25(OH)2D στην κυκλοφορία και αυξημένα επίπεδα FGF23″ (Saha et al.).
Η φαρμακοεπαγρύπνηση για την αλφακαλσιδόλη έχει αναδείξει ένα προφίλ ασφάλειας συγκρίσιμο με άλλα ανάλογα βιταμίνης D. Ωστόσο, η στενή παρακολούθηση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου παραμένει απαραίτητη για την πρόληψη επιπλοκών όπως η υπερασβεστιαιμία.
Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της αλφακαλσιδόλης περιλαμβάνουν ταχεία απορρόφηση από το γαστρεντερικό σύστημα και μετατροπή σε καλσιτριόλη στο ήπαρ. Η βιοδιαθεσιμότητά της είναι υψηλή, ενώ ο χρόνος ημίσειας ζωής κυμαίνεται μεταξύ 3 και 6 ωρών. Η απέκκριση γίνεται κυρίως μέσω της χολής και των κοπράνων.
Αποτελεσματικότητα
Η αποτελεσματικότητα της αλφακαλσιδόλης έχει τεκμηριωθεί σε πολλαπλές κλινικές μελέτες και συστηματικές ανασκοπήσεις. Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο Endokrynologia Polska από τους Stuss et al. εξέτασε την κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της αλφακαλσιδόλης στην καθημερινή ενδοκρινολογική πρακτική. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αλφακαλσιδόλη είναι εξίσου αποτελεσματική με την καλσιτριόλη στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων ασβεστίου σε ασθενείς με υποπαραθυρεοειδισμό και άλλες διαταραχές του μεταβολισμού ασβεστίου.
Επιπλέον, η μελέτη των Stuss et al. ανέδειξε πιθανά οφέλη της αλφακαλσιδόλης στη διατήρηση της οστικής πυκνότητας και τη μείωση του κινδύνου καταγμάτων σε ασθενείς με οστεοπόρωση. Ωστόσο, οι συγγραφείς τονίζουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε αυτόν τον τομέα.
Οι τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στη βελτιστοποίηση της δοσολογίας της αλφακαλσιδόλης σε διάφορες κλινικές καταστάσεις. Η μελέτη J-DAVID, που αναλύθηκε από τους Iseki et al. στο PLOS ONE, διερεύνησε τη σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης ασβεστίου στο διάλυμα αιμοκάθαρσης και της αποτελεσματικότητας της αλφακαλσιδόλης σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι “η επίδραση της αλφακαλσιδόλης στα καρδιαγγειακά αποτελέσματα δεν τροποποιήθηκε σημαντικά από τη συγκέντρωση ασβεστίου στο διάλυμα αιμοκάθαρσης” (Iseki et al.).
Οι μελλοντικές προοπτικές για την αλφακαλσιδόλη περιλαμβάνουν τη διερεύνηση πιθανών πλειοτροπικών δράσεων πέραν της ρύθμισης του μεταβολισμού ασβεστίου. Υπάρχουν ενδείξεις για πιθανά οφέλη στο ανοσοποιητικό σύστημα και στην πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων, αλλά απαιτούνται περαιτέρω κλινικές μελέτες για την επιβεβαίωση αυτών των υποθέσεων.
Η έρευνα επικεντρώνεται επίσης στη βελτιστοποίηση της θεραπείας συνδυασμού της αλφακαλσιδόλης με άλλα φάρμακα για την οστεοπόρωση. Οι Stuss et al. αναφέρουν ότι ο συνδυασμός αλφακαλσιδόλης με διφωσφονικά έχει δείξει υποσχόμενα αποτελέσματα στη βελτίωση της οστικής πυκνότητας και τη μείωση του κινδύνου καταγμάτων. Ωστόσο, επισημαίνουν την ανάγκη για μακροπρόθεσμες μελέτες ασφάλειας.
Η εξατομίκευση της θεραπείας με αλφακαλσιδόλη αποτελεί επίσης σημαντικό πεδίο έρευνας. Η αναγνώριση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που επηρεάζουν την ανταπόκριση στη θεραπεία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο στοχευμένες και αποτελεσματικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Συμπερασματικά, η αλφακαλσιδόλη παραμένει ένα σημαντικό θεραπευτικό εργαλείο στη διαχείριση διαταραχών του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου. Η συνεχιζόμενη έρευνα αναμένεται να διευρύνει την κατανόησή μας για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς αυτού του φαρμάκου, οδηγώντας σε βελτιωμένες θεραπευτικές στρατηγικές για τους ασθενείς.
Επιστημονικές Έρευνες
Ανάλυση της Ερευνητικής Μελέτης “Alfacalcidol vs Calcitriol in the Management of Patient With Hypoparathyroidism: A Randomized Controlled Trial”
Η μελέτη των Soma Saha, Vishnubhatla Sreenivas και Ravinder Goswami, που δημοσιεύτηκε στο The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism το 2021, αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην κατανόηση της αποτελεσματικότητας της αλφακαλσιδόλης σε σύγκριση με την καλσιτριόλη στη διαχείριση του υποπαραθυρεοειδισμού.
Η έρευνα αυτή είναι μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή που διεξήχθη σε ένα τριτοβάθμιο κέντρο φροντίδας. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε ασθενείς με ιδιοπαθή υποπαραθυρεοειδισμό (IH) που είχαν ήδη επιτύχει βέλτιστο έλεγχο του ασβεστίου με αλφακαλσιδόλη. Το δείγμα της μελέτης περιελάμβανε 45 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: 20 ασθενείς συνέχισαν τη θεραπεία με αλφακαλσιδόλη, ενώ 25 μεταφέρθηκαν σε θεραπεία με καλσιτριόλη.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της μεθοδολογίας ήταν η προσέγγιση στη δοσολογία. Οι ασθενείς που μεταφέρθηκαν στην καλσιτριόλη έλαβαν το μισό της τρέχουσας δόσης αλφακαλσιδόλης. Αυτή η προσέγγιση βασίστηκε στην υπόθεση ότι η καλσιτριόλη είναι πιο δραστική, απαιτώντας χαμηλότερη δόση για παρόμοιο αποτέλεσμα. Οι ερευνητές αναφέρουν χαρακτηριστικά:
“Οι ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν στο σκέλος της καλσιτριόλης μετέβησαν από αλφακαλσιδόλη σε καλσιτριόλη και έλαβαν το μισό της τρέχουσας δόσης αλφακαλσιδόλης (μg ανά μg).”
Η κύρια παράμετρος αξιολόγησης ήταν ο έλεγχος των επιπέδων φωσφόρου στο αίμα, η υπερασβεστιουρία και οι σχετικοί παράγοντες. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα επίπεδα ασβεστίου, φωσφόρου, 25-υδροξυβιταμίνης D, 1,25-διυδροξυβιταμίνης D, τον λόγο ασβεστίου προς κρεατινίνη στα ούρα 24ώρου και το κλάσμα απέκκρισης φωσφόρου (FEPh) στην αρχή της μελέτης και μετά από 6 μήνες.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικά. Οι ασθενείς που έλαβαν αλφακαλσιδόλη και καλσιτριόλη είχαν συγκρίσιμα επίπεδα ασβεστίου στον ορό μετά από 6 μήνες (8,7 ± 0,4 έναντι 8,9 ± 0,4 mg/dL, P = 0,13). Η μέση δόση στους 6 μήνες ήταν 2,0 (1,0-2,5) και 0,75 (0,5-1,0) μg/ημέρα αντίστοιχα. Αυτό επιβεβαιώνει την αρχική υπόθεση ότι η καλσιτριόλη απαιτεί χαμηλότερη δόση για παρόμοιο αποτέλεσμα.
Ένα σημαντικό εύρημα ήταν ότι τα επίπεδα 1,25(OH)2D στον ορό ήταν φυσιολογικά και στις δύο ομάδες (35,3 ± 11,6 και 32,3 ± 16,9 pg/mL). Αυτό υποδηλώνει ότι και τα δύο φάρμακα είναι εξίσου αποτελεσματικά στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων της ενεργού μορφής της βιταμίνης D.
Ωστόσο, η μελέτη ανέδειξε και ορισμένες προκλήσεις στη διαχείριση του υποπαραθυρεοειδισμού. Η πλειοψηφία των ασθενών και στις δύο ομάδες παρουσίασε υπερφωσφαταιμία (75% έναντι 76%), υπερασβεστιουρία (75% έναντι 72%) και αυξημένα επίπεδα FGF23 (116 ± 68 και 113 ± 57 pg/mL). Αυτό υποδεικνύει ότι παρά τον καλό έλεγχο του ασβεστίου, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις στη ρύθμιση του μεταβολισμού του φωσφόρου.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η ηλικία έδειξε σημαντική ανεξάρτητη συσχέτιση με τα επίπεδα FGF23 στο πλάσμα (β = 1,9, P = 0,001). Αυτό το εύρημα υποδηλώνει ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να χρειάζονται διαφορετική προσέγγιση στη θεραπεία.
Συμπερασματικά, η μελέτη των Saha et al. παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι η αλφακαλσιδόλη και η καλσιτριόλη είναι εξίσου αποτελεσματικές στη διαχείριση του υποπαραθυρεοειδισμού. Ωστόσο, αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τη βελτιστοποίηση της θεραπείας, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο των επιπέδων φωσφόρου και την πρόληψη της υπερασβεστιουρίας. Οι ερευνητές καταλήγουν προτείνοντας ότι “απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για τη συστηματική διερεύνηση άλλων θεραπευτικών επιλογών”, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συνεχή έρευνα στον τομέα αυτό.
Συνοπτικά
Η αλφακαλσιδόλη (φάρμακο CALCIDROPS) είναι ένα συνθετικό ανάλογο της βιταμίνης D που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαταραχών του μεταβολισμού ασβεστίου και φωσφόρου. Ενδείκνυται κυρίως για τον υποπαραθυρεοειδισμό, την οστεομαλακία και τη νεφρική οστεοδυστροφία. Αντενδείκνυται σε περιπτώσεις υπερασβεστιαιμίας, υπερφωσφαταιμίας και υπερευαισθησίας στο φάρμακο. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν υπερασβεστιαιμία, υπερφωσφαταιμία και γαστρεντερικές διαταραχές. Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία και ιστορικό νεφρολιθίασης. Η δοσολογία εξατομικεύεται και απαιτείται τακτική παρακολούθηση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα με την καλσιτριόλη στη διαχείριση του υποπαραθυρεοειδισμού, αλλά επισημαίνουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τη βελτιστοποίηση της θεραπείας.
farmakologia.gr
Προσοχή: Μην λαμβάνετε ποτέ φάρμακα χωρίς την επίβλεψη ιατρού. Συμβουλευτείτε πάντα το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών, καθώς ενδέχεται να επικαιροποιείται ανά τακτά διαστήματα. Οι εμπορικές ονομασίες αναφέρονται για διευκόλυνση, αλλά ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη σύνθεση. Στο παρόν άρθρο εστιάζουμε στην ανάλυση των δραστικών ουσιών. Συνεργαστείτε στενά με τον ιατρό και τον φαρμακοποιό σας. Αποφύγετε ρητά την αυτοχορήγηση. Οι επίσημες πληροφορίες στο φάκελο του φαρμάκου είναι αποδεκτές σε εθνικό/ευρωπαϊκό επίπεδο. Καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια για ακρίβεια στις πληροφορίες αλλά δεν παρέχεται κάποια εγγύηση. Το υλικό του farmakologia.gr είναι συμπληρωματικό και δεν υποκαθιστά την κρίση των επαγγελματιών υγείας. Δεν αναλαμβάνεται ευθύνη για την περίθαλψη με τη χρήση των πληροφοριών του παρόντος άρθρου.
Βιβλιογραφία
- Iseki, Kunitoshi, et al. “Dialysate calcium, alfacalcidol, and clinical outcomes: A post-hoc analysis of the J-DAVID trial.” PLOS ONE, vol. 17, no. 9, 2022, e0273195. journals.plos.org
- Saha, Soma, et al. “Alfacalcidol vs Calcitriol in the Management of Patient With Hypoparathyroidism: A Randomized Controlled Trial.” The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, vol. 106, no. 7, 2021, pp. 2092-2102. academic.oup.com
- Stuss, Michał, et al. “Clinical efficacy and safety of use of alfacalcidol and calcitriol in daily endocrinological practice.” Endokrynologia Polska, vol. 74, no. 1, 2023, pp. 16-24. journals.viamedica.pl