Περιεχόμενα
Πληροφορίες για το BACTROCINE
Το BACTROCINE είναι ένα αντιβιοτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία δερματικών λοιμώξεων. Το ενεργό συστατικό του είναι η μουπιροσίνη, η οποία παράγεται μέσω ζύμωσης από το βακτήριο Pseudomonas fluorescens. Η μουπιροσίνη συναντάται και σε άλλα φάρμακα ανά τον κόσμο, όπως το Bactroban, το Centany, το Eismycin κ.α.
Στο παρόν άρθρο αναλύουμε τη δραστική ουσία μουπιροσίνη, την οποία συναντάμε σε πολλά φάρμακα παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και το BACTROCINE. Κάθε εμπορικό σκεύασμα μπορεί να έχει διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον κατασκευαστή, για αυτό ο χρήστης πρέπει να διαβάζει προσεκτικά το φύλλο οδηγιών χρήσης που εγκλείεται στη συσκευασία, καθώς και τις οδηγίες του φαρμακοποιού.
Μηχανισμός δράσης: Η μουπιροσίνη αναστέλλει την ισολευκυλο-tRNA-συνθετάση, διακόπτοντας τη σύνθεση των μικροβιακών πρωτεϊνών. Σε χαμηλές συγκεντρώσεις έχει βακτηριοστατικές ιδιότητες, ενώ σε υψηλότερες συγκεντρώσεις, όπως αυτές που επιτυγχάνονται με την τοπική εφαρμογή, έχει βακτηριοκτόνο δράση (Tucaliuc et al., “Mupirocin: applications and production”).
Χημική δομή: Το μόριο της μουπιροσίνης αποτελείται από μία 9-υδροξυνονανοϊκή οξική ομάδα συνδεδεμένη με μια επταδιενική πλευρική αλυσίδα.
Θεραπευτική κατηγορία: Αντιβιοτικά για τοπική χρήση.
Η μουπιροσίνη ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από ερευνητές της εταιρείας Beecham (νυν GlaxoSmithKline). Έκτοτε, έχουν δημοσιευθεί πολλές επιστημονικές έρευνες σχετικά με τις εφαρμογές, την αποτελεσματικότητα και τους μηχανισμούς ανθεκτικότητας της μουπιροσίνης, όπως οι μελέτες των Poovelikunnel et al. “Mupirocin resistance: clinical implications and potential alternatives for the eradication of MRSA” και Dadashi et al. “Mupirocin resistance in Staphylococcus aureus: A systematic review and meta-analysis”, που θα αναλυθούν παρακάτω.
Ανατομική/θεραπευτική/χημική (ATC) ταξινόμηση
- Κωδικός: D06AX09
- Τίτλος: Mupirocin
- Κατηγοριοποίηση: D Δερματολογικά φάρμακα → D06 Αντιβιοτικά και χημειοθεραπευτικά για δερματολογική χρήση → D06A Αντιβιοτικά για τοπική χρήση → D06AX Λοιπά αντιβιοτικά για τοπική χρήση
Τρόποι και περιορισμοί διάθεσης
Το BACTROCINE διατίθεται στην Ελλάδα με:
- Εθνική άδεια: Άδεια κυκλοφορίας που χορηγείται από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ).
- Θετικός κατάλογος: Ανήκει στα συνταγογραφούμενα φάρμακα του θετικού καταλόγου (άρθρο 12, παρ.1, Ν.3816/2010).
Οδηγίες Χρήσης/Ενδείξεις για το BACTROCINE
Το BACTROCINE ενδείκνυται για τη θεραπεία των ακόλουθων δερματικών λοιμώξεων:
- Πρωτοπαθείς δερματικές λοιμώξεις που προκαλούνται από ευαίσθητα στελέχη Staphylococcus aureus και Streptococcus pyogenes, όπως μολυσματικό κηρίο, επιμολυσμένα τραύματα, θυλακίτιδα, παρωνυχία κ.α.
- Αποικισμός των ρινικών πτυχών από Staphylococcus aureus, συμπεριλαμβανομένων των ανθεκτικών στη μεθικιλλίνη στελεχών (MRSA), σε ενήλικες και παιδιά άνω των 12 ετών.
Η μουπιροσίνη, το ενεργό συστατικό του BACTROCINE, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τις ενδείξεις με αποδεδειγμένη ευαισθησία. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο ύπαρξης ανθεκτικών βακτηρίων, ειδικά σε περίπτωση παρατεταμένης χρήσης.
Παρενέργειες
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με BACTROCINE ενδέχεται να εμφανιστούν οι ακόλουθες παρενέργειες:
Πιθανές παρενέργειες:
- Αίσθημα καύσου ή νυγμών στο σημείο εφαρμογής
- Κνησμός, ερυθρότητα, ξηρότητα ή ερεθισμός του δέρματος
Σπάνιες παρενέργειες:
- Αλλεργικές αντιδράσεις όπως εξάνθημα, κνίδωση, αγγειοοίδημα
- Δερματίτιδα εξ επαφής
Προειδοποιήσεις
Ειδικές προειδοποιήσεις για ηλικιωμένους:
- Οι ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να είναι πιο ευαίσθητοι στις ανεπιθύμητες ενέργειες της μουπιροσίνης. Συνιστάται προσοχή κατά τη χρήση.
Ειδικές προειδοποιήσεις για παιδιά:
- Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα σε παιδιά κάτω των 3 μηνών δεν έχει τεκμηριωθεί.
Ειδικές προειδοποιήσεις για εγκύους:
- Η χρήση του BACTROCINE κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα πρέπει να γίνεται μόνο σε περιπτώσεις όπου το όφελος δικαιολογεί τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.
Αντενδείξεις και Προφυλάξεις
Το BACTROCINE αντενδείκνυται σε:
- Ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στη μουπιροσίνη ή σε οποιοδήποτε άλλο συστατικό του προϊόντος.
Πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε:
- Ασθενείς με εκτεταμένα εγκαύματα ή έλκη
- Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Αλληλεπιδράσεις
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου:
- Δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές αλληλεπιδράσεις της τοπικής μουπιροσίνης με άλλα φάρμακα. Ωστόσο, θα πρέπει να ενημερώνετε τον γιατρό σας για όλα τα φάρμακα που λαμβάνετε.
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής:
- Δεν υπάρχουν γνωστές αλληλεπιδράσεις της μουπιροσίνης με τρόφιμα. Το BACTROCINE μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανεξάρτητα από τα γεύματα.
Υπερδοσολογία
Η τοπική υπερδοσολογία της μουπιροσίνης είναι απίθανο να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες λόγω της ελάχιστης συστηματικής απορρόφησης. Σε περίπτωση κατάποσης, πρέπει να ληφθούν υποστηρικτικά μέτρα.
Δοσολογία και χορήγηση
Εφαρμόστε μια λεπτή στρώση BACTROCINE στην προσβεβλημένη περιοχή 2-3 φορές την ημέρα για 7-10 ημέρες. Στον αποικισμό της μύτης, εφαρμόστε μικρή ποσότητα αλοιφής εντός των ρωθώνων 2 φορές την ημέρα για 5 ημέρες.
Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση: Εάν παραλείψετε μια δόση, εφαρμόστε την αμέσως μόλις το θυμηθείτε. Εάν πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, παραλείψτε τη δόση που ξεχάσατε και συνεχίστε με το κανονικό σχήμα. Μην διπλασιάζετε τις δόσεις.
Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες
Ανάπτυξη ανθεκτικότητας: Η εκτεταμένη χρήση της μουπιροσίνης ως αντιβιοτικού έχει οδηγήσει στην εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών σταφυλόκοκκου. Η ανθεκτικότητα στη μουπιροσίνη μπορεί να οφείλεται σε διάφορους μηχανισμούς, όπως η παραγωγή της ενζυμικής απενεργοποίησης του φαρμάκου ή η μεταβολή του μοριακού στόχου δράσης. Σύμφωνα με τους Poovelikunnel et al., η ανάπτυξη εναλλακτικών θεραπειών για την εξάλειψη του MRSA είναι απαραίτητη λόγω της αυξανόμενης ανθεκτικότητας στη μουπιροσίνη.
Προκλινικές και Κλινικές Μελέτες: Πολυάριθμες in vitro και in vivo μελέτες έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της μουπιροσίνης (BACTROCINE) έναντι διαφόρων βακτηριακών στελεχών. Κλινικές δοκιμές έχουν επιβεβαιώσει τη θεραπευτική αξία της τοπικής μουπιροσίνης σε δερματικές λοιμώξεις και στην εξάλειψη του ρινικού αποικισμού από Staphylococcus aureus, συμπεριλαμβανομένου του MRSA. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα της μουπιροσίνης μπορεί να περιοριστεί από την ανάπτυξη ανθεκτικότητας, όπως επισημαίνουν οι Dadashi et al.
Μετεγκριτικές μελέτες: Η μακροχρόνια χρήση της μουπιροσίνης και η επίδρασή της στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας έχουν αποτελέσει αντικείμενο αρκετών μετεγκριτικών μελετών. Οι επιδημιολογικές αναλύσεις δείχνουν μια αυξητική τάση στον επιπολασμό της ανθεκτικότητας στη μουπιροσίνη παγκοσμίως, ιδιαίτερα μεταξύ των στελεχών MRSA. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για ορθολογική χρήση του αντιβιοτικού και συνεχή επιτήρηση της ανθεκτικότητας.
Φαρμακοεπαγρύπνηση: Η παρακολούθηση της ασφάλειας μετά την κυκλοφορία της μουπιροσίνης (BACTROCINE) στην αγορά επιτρέπει τον εντοπισμό σπάνιων ή απροσδόκητων ανεπιθύμητων ενεργειών. Η αναφορά των παρενεργειών από τους επαγγελματίες υγείας και τους ασθενείς είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ασφαλούς χρήσης του φαρμάκου. Τα δεδομένα φαρμακοεπαγρύπνησης συνεισφέρουν στη συνεχή αξιολόγηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου της μουπιροσίνης.
Φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά: Η τοπική εφαρμογή της μουπιροσίνης οδηγεί σε χαμηλή συστηματική απορρόφηση. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι συνήθως μη ανιχνεύσιμες μετά από τοπική χορήγηση. Ο μεταβολισμός και η αποβολή της συστηματικά απορροφημένης μουπιροσίνης πραγματοποιείται κυρίως στο ήπαρ και τους νεφρούς. Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά υποστηρίζουν το ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας της τοπικής μουπιροσίνης.
Αποτελεσματικότητα
Η αποτελεσματικότητα της μουπιροσίνης (BACTROCINE) στη θεραπεία δερματικών λοιμώξεων και στην εξάλειψη του αποικισμού από Staphylococcus aureus έχει αποδειχθεί σε πολυάριθμες κλινικές μελέτες. Τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές έχουν δείξει ότι η τοπική εφαρμογή μουπιροσίνης είναι ανώτερη από το εικονικό φάρμακο (placebo) και εφάμιλλη με άλλα τοπικά αντιβιοτικά στη θεραπεία επιφανειακών βακτηριακών λοιμώξεων του δέρματος. Επιπλέον, η ενδορρινική χρήση μουπιροσίνης έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην εκρίζωση του MRSA από τους ρινικούς φορείς, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο μετεγχειρητικών λοιμώξεων.
Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις: Πρόσφατες συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις έχουν συνοψίσει τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της μουπιροσίνης. Μια μετα-ανάλυση από τους Dadashi et al. κατέδειξε ότι η μουπιροσίνη είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για την εξάλειψη του ρινικού αποικισμού από S. aureus, αλλά ο αυξανόμενος επιπολασμός της ανθεκτικότητας μπορεί να περιορίσει τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά της. Άλλες μετα-αναλύσεις έχουν επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητα της μουπιροσίνης στην πρόληψη των χειρουργικών λοιμώξεων και στη θεραπεία της θυλακίτιδας και της μολυσματικής δερματίτιδας.
Τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις και μελλοντικές προοπτικές: Παρά την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της μουπιροσίνης, η αύξηση της ανθεκτικότητας αποτελεί σημαντικό ζήτημα που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Οι τρέχουσες ερευνητικές προσπάθειες επικεντρώνονται στην κατανόηση των μοριακών μηχανισμών της ανθεκτικότητας και στην ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση των ανθεκτικών στελεχών. Οι Poovelikunnel et al. τονίζουν την ανάγκη για εναλλακτικές προσεγγίσεις, όπως ο συνδυασμός της μουπιροσίνης με άλλους αντιμικροβιακούς παράγοντες ή η χρήση νέων μορίων με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης. Επιπλέον, η ορθολογική χρήση της μουπιροσίνης και η εφαρμογή στρατηγικών ελέγχου των λοιμώξεων είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητάς της a μακροπρόθεσμα.
Περιληπτικά
Η μουπιροσίνη (BACTROCINE) είναι ένα τοπικό αντιβιοτικό που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία δερματικών λοιμώξεων και την εξάλειψη του ρινικού αποικισμού από Staphylococcus aureus, συμπεριλαμβανομένου του ανθεκτικού στη μεθικιλλίνη στελέχους (MRSA). Ενώ η μουπιροσίνη έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, η αυξανόμενη ανθεκτικότητα αποτελεί ανησυχητικό ζήτημα. Οι ασθενείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν τη μουπιροσίνη σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού και να είναι ενήμεροι για πιθανές παρενέργειες, όπως ερεθισμό του δέρματος και αλλεργικές αντιδράσεις. Η μουπιροσίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο. Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με εκτεταμένα εγκαύματα ή έλκη και σε εκείνους με νεφρική ανεπάρκεια. Η συνεχιζόμενη έρευνα εστιάζει στην ανάπτυξη νέων στρατηγικών για την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας και τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας της μουπιροσίνης μακροπρόθεσμα.
farmakologia.gr
Προσοχή: Μην λαμβάνετε ποτέ φάρμακα χωρίς την επίβλεψη ιατρού. Συμβουλευτείτε πάντα το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών, καθώς ενδέχεται να επικαιροποιείται ανά τακτά διαστήματα. Οι εμπορικές ονομασίες αναφέρονται για διευκόλυνση, αλλά ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη σύνθεση. Στο παρόν άρθρο εστιάζουμε στην ανάλυση των δραστικών ουσιών. Συνεργαστείτε στενά με τον ιατρό και τον φαρμακοποιό σας. Αποφύγετε ρητά την αυτοχορήγηση. Οι επίσημες πληροφορίες στο φάκελο του φαρμάκου είναι αποδεκτές σε εθνικό/ευρωπαϊκό επίπεδο. Καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια για ακρίβεια στις πληροφορίες αλλά δεν παρέχεται κάποια εγγύηση. Το υλικό του farmakologia.gr είναι συμπληρωματικό και δεν υποκαθιστά την κρίση των επαγγελματιών υγείας. Δεν αναλαμβάνεται ευθύνη για την περίθαλψη με τη χρήση των πληροφοριών του παρόντος άρθρου.
Βιβλιογραφία
- Dadashi, M., et al. “Mupirocin resistance in Staphylococcus aureus: A systematic review and meta-analysis.” Journal of global antimicrobial resistance 20 (2020): 238-247. sciencedirect.com
- Poovelikunnel, T., G. Gethin, and H. Humphreys. “Mupirocin resistance: clinical implications and potential alternatives for the eradication of MRSA.” Journal of Antimicrobial Chemotherapy 70.10 (2015): 2681-2692. academic.oup.com
- Tucaliuc, A., et al. “Mupirocin: applications and production.” Biotechnology letters 41.4 (2019): 495-502. link.springer.com